ἱπποτρόφῳ

ἱπποτρόφῳ
ἱππότροφος
horse-feeding
masc/fem/neut dat sg
ἱπποτρόφος
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιπποτροφώ — ἱπποτροφῶ, έω (Α) [ιπποτρόφος] 1. τρέφω, συντηρώ ίππους 2. χρησιμοποιώ ως τροφή ίππων («oἱ δὲ Θρᾷκες τὴν μὲν πόαν χλωρὰν ἱπποτροφοῡσι», Διοσκ.) …   Dictionary of Greek

  • αργοτροφώ — ἀργοτροφῶ ( έω) (Α) τρέφομαι χωρίς να εργάζομαι, ζω χωρίς εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (II) + τροφώ < τροφος < τροφός < τρέφω (πρβλ. ιπποτροφώ, πωλοτροφώ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”